- καπνοδόχος
- cheminée
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
καπνοδόχος — ο (Α καπνοδόχος, ον) αυτός που δέχεται καπνό νεοελλ. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο και η καπνοδόχος κτιστός ή μετάλλινος σωλήνας, συνήθως κατακόρυφος, που χρησιμοποιείται για την απομάκρυνση τών αερίων από τις καύσεις στις εστίες και στους λέβητες,… … Dictionary of Greek
καπνοδόχος — ο, η βλ. καπνοδόχη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καπνιά — η (Α καπνία) νεοελλ. 1. η μουντζούρα από καπνό 2. το επίχρισμα από σωματίδια τών καυσαερίων τα οποία επικάθονται σε σωλήνες απαγωγής καπνού ή σε καπνοδόχους 3. νόσος τών φυτών αρχ. η καπνοδόχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. καπνία < κάπνη, μαρτυρείται ήδη … Dictionary of Greek
ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… … Dictionary of Greek
ορειβασία — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… … Dictionary of Greek
τσιμινιέρα — και τζιμινιέρα, η, Ν καπνοδόχος εργοστασίου ή πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ciminiera «καπνοδόχος» < λατ. caminus < κάμινος] … Dictionary of Greek
τσιμινιέρα — η (λ. ιταλ.) 1. η καπνοδόχος των πλοίων, καμινάδα, φουγάρο. 2. κάθε καπνοδόχος (σπιτιού, εργοστασίου κτλ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάπνη — η (Α κάπνη) [καπνός] νεοελλ. η καπνιά, η αιθάλη αρχ. 1. η καπνοδόχος 2. ο καπνιαίος* λίθος … Dictionary of Greek
καμινάδα — η 1. καπνοδόχος 2. (συνεκδ. και σε κωμική έκφρ.) ψηλό κυλινδρικό επίσημο καπέλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < βεν. caminada < λατ. caminus < αρχ. κάμινος] … Dictionary of Greek
καπναγωγός — ό 1. αυτός μέσα από τον οποίο διοχετεύεται ο καπνός 2. το αρσ. ως ουσ. ο καπναγωγός η καπνοδόχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + αγωγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στο περιοδικό σύγγραμμα Νέα Πανδώρα] … Dictionary of Greek
καπνείον — καπνεῑον, τὸ (Α) [καπνός] η καπνοδόχος* … Dictionary of Greek